μονοσιτώ

μονοσιτώ
μονοσιτῶ, -έω (Α) [μονόσιτος]
1. τρώγω μόνο μία φορά την ημέρα
2. τρώγω μόνος, χωρίς συντροφιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονοφαγώ — (ΑΜ μονοφαγῶ, έω) [μονοφάγος] τρώω μόνος μου, χωρίς άλλους νεοελλ. μσν. τρώω μία μόνο φορά την ημέρα, μονοσιτώ («ὁ εἰς κόρον μονοφαγῶν», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”